- γλισχραίνομαι
- γλισχρ-αίνομαι, [voice] Pass.,A to be sticky, lubricated, Hp.Art.55; become tenacious, of sputum, Gal.7.918.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλισχραίνομαι — (Α) [γλίσχρος] είμαι ή γίνομαι γλίσχρος … Dictionary of Greek
γλίσχρασμα — το (Α γλίσχρασμα) [γλισχραίνομαι] παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα … Dictionary of Greek